Όταν οι γονείς εμπλέκονται στα αισθηματικά των ενήλικων παιδιών τους
Δρ Λίζα Βάρβογλη, Ph.D. Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια-Νευροψυχολόγος ([email protected])
Ένα από τα πιο συχνά παράπονα μορφωμένων, έξυπνων, ικανών ενήλικων είναι ότι οι γονείς τους εμπλέκονται στα συναισθηματικά τους, με αποτέλεσμα είτε να αποσυντονίζονται, είτε να έχουν δυσκολίες στις ερωτικές τους σχέσεις.
Πολλές φορές το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι το ενήλικο παιδί εξακολουθεί να μένει στο σπίτι με τους γονείς του και να υπάρχει οικονομική ή/και συναισθηματική εξάρτηση. Aλλοτε πάλι, οι μπερδεμένες οικογενειακές σχέσεις, χωρίς ξεκάθαρα όρια, όπου όλοι της μεγαλύτερης γενιάς έχουν γνώμη και άποψη για όλους της νεότερης γενιάς ευθύνονται για το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Γιατί οι γονείς εμπλέκονται στα αισθηματικά των ενήλικων παιδιών τους;
Δυστυχώς ή ευτυχώς, για τους γονείς τα παιδιά τους είναι πάντα «παιδιά», με την έννοια της μικρής ηλικίας και όχι την έννοια της σχέσης ή ότι είναι το τέκνο τους. Οι γονείς δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στο νέο τους ρόλο ως γονείς ενήλικων πλέον παιδιών και εξακολουθούν να φέρονται προστατευτικά και παρεμβατικά, όπως σε μικρότερες ηλικίες των παιδιών.
Είναι δύσκολο για τους γονείς να αποδεχτούν την αυτονομία του παιδιού τους, όχι μόνο γιατί κάτι τέτοιο δεν το έχουν συνηθίσει ακόμα, αλλά κι επειδή αυτή η παραδοχή από μέρους τους, τους αναγκάζει να συνειδητοποιήσουν ότι και οι ίδιοι γερνάνε και παραγκωνίζονται σε ορισμένα θέματα. Έτσι, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα, οι γονείς βάζουν εμπόδια στη συναισθηματική πορεία των παιδιών τους.
Από κεκτημένη ταχύτητα, οι γονείς θέλουν να έχουν τον έλεγχο της ζωής του παιδιού τους, πιστεύοντας ότι οι ίδιοι γνωρίζουν τη ζωή καλύτερα κι έτσι μπορούν να προφυλάξουν το παιδί τους από κακοτοπιές.
Πόσες φορές ένας γονιός δεν έχει πει στη ζωή του: «Μα εγώ μόνο για το καλό σου στο λέω!» σε ένα έξαλλο παιδί, όχι μόνο μικρής, αλλά και μεγάλης ηλικίας! Η αλήθεια είναι ότι ενώ το κίνητρο του γονιού μπορεί να είναι καλό, στην πραγματικότητα το γεγονός ότι κάνει υποδείξεις στο παιδί του είναι σαν να μην παραδέχεται την ικανότητα του ενήλικου παιδιού του να κάνει μόνο του σωστές επιλογές.
Έπειτα, οι γονείς θέλουν το καλύτερο για του παιδί τους, με τη διαφορά ότι το «καλύτερο» το ορίζουν οι ίδιοι και δε σκέφτονται ότι ο ορισμός του καλύτερου για το παιδί τους μπορεί τελικά να έχει διαφορετική σημασία και περιεχόμενο.
Έτσι, όταν ένας γονιός λέει στο ενήλικο παιδί του «Μπορείς να βρεις και καλύτερη κοπέλα», ίσως σκέφτεται πλουσιότερη/ομορφότερη/ικανότερη, ή οτιδήποτε άλλο βάσει των δικών του προσωπικών κριτηρίων και αναγκών, καθώς και των δεδομένων της δικής του γενιάς κι εποχής, χωρίς να σκέφτεται ποια είναι τα χαρακτηριστικά που η κοπέλα αυτή διαθέτει και ικανοποιούν τον γιο του.
Αντίστοιχα, όταν μια μητέρα αποθαρρύνει την κόρη της από το να βλέπει κάποιον χωρίς να υπάρχει σοβαρός δεσμός για να μην της βγει το «όνομα», ξεχνάει ότι η διαδικασία του φλερτ και της γνωριμίας είναι βασική για να προχωρήσει κανείς σε κάτι σοβαρότερο.
Μερικές φορές διακρίνουμε μια επίφαση μεγαλομανίας στα σχόλια γονιών τύπου «τίποτα δεν είναι αρκετά καλό για το παιδί μου!» καθώς και μια επιθυμία του γονιού να βρει το παιδί του το καλύτερο προκειμένου να προβληθεί ο ίδιος ο γονιός. Πολλές φορές οι γονείς πιστεύουν ότι οι επιλογές του παιδιού τους αντανακλούν τις δικές τους ικανότητες και θεωρούν ότι ο περίγυρός τους θα τους κρίνει αποκλειστικά βάσει των ερωτικών «κατορθωμάτων» του παιδιού τους.
Γιατί τα παιδιά επιτρέπουν στους γονείς να εμπλέκονται στα αισθηματικά τους;
Ενώ πολλές φορές τα ενήλικα παιδιά διαμαρτύρονται ότι οι γονείς τους τους πατρονάρουν, τους καπελώνουν, τους καταπιέζουν, ωστόσο εξακολουθούν να σκύβουν αδιαμαρτύρητα το κεφάλι σε αυτό που τους λένε. Γιατί λοιπόν συμβαίνει αυτό το παράδοξο;
Καταρχήν η εξάρτηση που μπορεί να έχει το ενήλικο παιδί από το γονιό του, είτε είναι οικονομική είτε συναισθηματική λειτουργεί ανασταλτικά. Το παιδί δε θέλει να χάσει τους οικονομικούς πόρους, τις διευκολύνσεις ή την υποστήριξη που παίρνει, κι αναγκάζεται να συμμορφωθεί στις επιταγές του γονιού.
Πέρα από το πρακτικό επίπεδο, όμως, υπάρχει και το συναισθηματικό ή ψυχολογικό επίπεδο, το οποίο δεν είναι τόσο χειροπιαστό ή ξεκάθαρο. Συχνό είναι το φαινόμενο να έχει το ενήλικο άτομο αμφιβολίες για τις επιλογές του και, κατ' επέκταση, για τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι, όταν κάποιος δεν έχει στέρεη αίσθηση εαυτού και δεν αισθάνεται να πατά γερά στα πόδια του, αναζητά ψυχολογικά δεκανίκια, με όλα τα θετικά και αρνητικά που αυτά έχουν.
Το ενήλικο παιδί μπορεί ασυνείδητα να προτιμά να πάρουν οι γονείς του τις οποιεσδήποτε δύσκολες αποφάσεις οι οποίες το μπερδεύουν και το μπλοκάρουν. Σε τελευταία ανάλυση, είναι βολικό να πάρει κάποιος άλλος την απόφαση για εμάς, γιατί στη συνέχεια, αν μετανιώσουμε, μπορούμε να κατηγορήσουμε τον άλλο και να αποσείσουμε κάθε ευθύνη από πάνω μας.
Από την άλλη, το ενήλικο παιδί πολύ συχνά εμφανίζεται να μην έχει επεξεργαστεί τη συναισθηματική αυτονομία του. Έτσι, φοβάται μήπως απογοητεύσει τους γονείς του, μήπως χάσει την αγάπη και την αποδοχή τους. Όταν η αυτοεικόνα και η αυτοπεποίθηση του ανθρώπου εξαρτάται στο μεγαλύτερο βαθμό από τη γνώμη των γονιών του, φυσικό είναι να προσπαθήσει να διατηρήσει την καλύτερη δυνατή εικόνα ώστε να μη μεταβληθεί η γνώμη τους, άρα να μη μεταβληθεί και η αυτό-εικόνα του και η αυτοεκτίμησή του.
Πολλοί ενήλικες ενεργούν κάτω από το καθεστώς της ψυχολογικής πίεσης των γονιών τους: «Αχ παιδάκι μου, πολύ με στεναχώρησες και μου ανέβηκε η πίεση...», «Να μην το μάθει ο πατέρας σου και πάθει εγκεφαλικό». Τα ενήλικα παιδιά φοβούνται ότι οι πράξεις τους ίσως έχουν μοιραίες επιπτώσεις στην υγεία των γονιών τους και έτσι αισθάνονται τύψεις κι ενοχές προκαταβολικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν τολμούν να κάνουν το μεγάλο βήμα, ιδίως σε αισθηματικά ζητήματα.
Η δυσκολία αυτοπροσδιορισμού, η δυσκολία στο να θέσει όρια στις σχέσεις με τους γονείς, η αμφιβολία και η αδυναμία λήψης αποφάσεων -μαζί με τις συνέπειες που αυτές συνεπάγονται- δημιουργούν μια ψυχική ένταση. Έτσι, το εσωτερικό μπέρδεμα του ενήλικου παιδιού γίνεται τροχοπέδη στην προσωπική του εξέλιξη.
Αλλάζει αυτή η κατάσταση;
Η κατάσταση είναι δυνατόν να αλλάξει, αλλά είναι μια κοπιαστική και χρονοβόρος διαδικασία. Τις περισσότερες φορές ο γονιός δεν αλλάζει, άρα το ενήλικο παιδί θα πρέπει να δεχτεί ότι το ίδιο θα πρέπει να κάνει κάποιες αλλαγές, αν θέλει να πάρει τη συναισθηματική του ζωή στα χέρια του.
Η οριοθέτηση των σχέσεων με τους γονείς, η δημιουργία μιας υγιούς αυτοεικόνας, η αυξημένη αυτοεκτίμηση, η ικανότητα να ορίζει κανείς τις ανάγκες και τις επιθυμίες του και να τις διεκδικεί, η υπευθυνότητα και η συνετή λήψη αποφάσεων, καθώς και η αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει κανείς τις πράξεις των γονιών του αποτελούν βασικά σημεία αλλαγής για μια καλύτερη ζωή.